σπαρταράω

σπαρταράω
σπαρταράω και σπαρταρώ σπαρταρούσα και σπαρτάριζα, σπαρτάρισα
1. τινάζομαι βίαια, σφαδάζω: Το ακέφαλο σώμα του σπαρταρούσε ακόμα.
2. μτφ., «Σπαρταράει η καρδιά μου», ανησυχώ πολύ, νιώθω μεγάλη αγωνία· «Σπαρταρώ από τα γέλια», γελάω πολύ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπαρταράω — (σπάν. σπαρταρώ), σπαρτάρησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σφαδάζω — σφάδασα 1. σπαρταράω, ψυχορραγώ: Σφάδαζε ακόμη το χτυπημένο ζώο. 2. σπαρταράω, σπαράζω από τους πόνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαχταράω — / λαχταρώ, λαχτάρησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: λαχταρίζω – λαχταράω : δεν πρέπει να συγχέονται οι έννοιες των δύο ρ. Το λαχταρίζω σημαίνει → σκιρτάω, σπαρταράω / τρομάζω, τρομοκρατούμαι, ενώ το λαχταράω → επιθυμώ έντονα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λαχταρίζω — λαχταρίζω, λαχτάρισα, λαχταρισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: λαχταρίζω – λαχταράω : δεν πρέπει να συγχέονται οι έννοιες των δύο ρ. Το λαχταρίζω σημαίνει → σκιρτάω, σπαρταράω / τρομάζω, τρομοκρατούμαι, ενώ το λαχταράω → επιθυμώ έντονα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σπαράζω — σπάραξα, σπαράχτηκα, σπαραγμένος 1. αμτβ., νιώθω σπαραγμό, θλίψη: Σπαράζει η καρδιά μου, που τον βλέπω σ αυτήν την κατάσταση. 2. σπαρταράω: Σπαράζουν τα ψάρια μέσα στα δίχτυα του ψαρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”